αλευροκόσκινο

αλευροκόσκινο
το сито (для муки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλευροκόσκινο" в других словарях:

  • αλευροκόσκινο — το ψιλό κόσκινο για το κοσκίνισμα του αλευριού: Το αλευροκόσκινο στις μέρες μας πάει να λείψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλευροκόσκινο — το κόσκινο αλεύρου, σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόσκινο] …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»